Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scalèa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skaˈlɛa]

μεγάλη σκάλα (συνήθως σε μνημείο ή πλατεία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scaldino scaleno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scaldare (ρ. μτβ.)
scaldarsi (ρ.μ. (αντων.))
scaldata (θηλ.ουσ)
scaldavivande (ουσ αρσ )
scaldino (ουσ αρσ )
scalea (θηλ.ουσ)
scaleno (αρσ. επίθ και ουσ)
scalenoedro (ουσ αρσ )
scaleo (ουσ αρσ )
scaletta (θηλ.ουσ)
scalettare (ρ. μτβ.)
scalettato (επίθ.)
scalfare (ρ. μτβ.)
scalfire (ρ. μτβ.)
scalfittura (θηλ.ουσ)
scalfo (ουσ αρσ )
scaligero (ουσ αρσ )
scaligero (επίθ.)
scalinare (ρ. μτβ.)
scalinata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---