Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscalenoèdro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skalenoˈɛdro] 1 σκαληνόεδρο 2 στερεό με σκαληνές έδρες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |