Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scalmàna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skalˈmana]

1 ξελόγιασμα
2 κρύωμα
3 τρέλα (ερωτική)
4 έντονο φως και ζέστη
5 ξεμυάλισμα
6 κρυολόγημα
7 πούντιασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scalino scalmanarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scaligero (ουσ αρσ )
scaligero (επίθ.)
scalinare (ρ. μτβ.)
scalinata (θηλ.ουσ)
scalino (ουσ αρσ )
scalmana (θηλ.ουσ)
scalmanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scalmanato (ουσ αρσ )
scalmanato (επίθ.)
scalmiera (θηλ.ουσ)
scalmo (ουσ αρσ )
scalo (ουσ αρσ )
scalogna (θηλ.ουσ)
scalognato (επίθ.)
scalogno (ουσ αρσ )
scalone (ουσ αρσ )
scalopo (ουσ αρσ )
scaloppa (θηλ.ουσ)
scaloppina (θηλ.ουσ)
scalpare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---