Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scalógno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skaˈloɲɲo]

κρεμμύδι allium ascalonicum


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scalognato scalone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scalmiera (θηλ.ουσ)
scalmo (ουσ αρσ )
scalo (ουσ αρσ )
scalogna (θηλ.ουσ)
scalognato (επίθ.)
scalogno (ουσ αρσ )
scalone (ουσ αρσ )
scalopo (ουσ αρσ )
scaloppa (θηλ.ουσ)
scaloppina (θηλ.ουσ)
scalpare (ρ. μτβ.)
scalpellare (ρ. μτβ.)
scalpellatore (αρσ. επίθ και ουσ)
scalpellatura (θηλ.ουσ)
scalpellino (ουσ αρσ )
scalpello (ουσ αρσ )
scalpicciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scalpiccio (ουσ αρσ )
scalpitamento (ουσ αρσ )
scalpitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---