Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscalpellìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skalpelˈlino] 1 εργάτης λατομείου 2 λατόμος 3 λιθοκόπος 4 πετράς 5 νταμαρτζής 6 πετροκόπος 7 λιθοξόος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |