Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscalpicciàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [skalpitˈʧare] 1 σέρνω τα πόδια 2 κινούμαι σέρνοντας τα πόδια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |