Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scalzaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skaltsaˈmento]

1 εκδίωξη
2 σκάλισμα
3 υπόσκαψη
4 απομάκρυνση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scalzacane scalzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scaltrire (ρ. μτβ.)
scaltrirsi (ρ.μ. (αντων.))
scaltrito (επίθ.)
scaltro (επίθ.)
scalzacane (ουσ αρσ και θηλ.)
scalzamento (ουσ αρσ )
scalzare (ρ. μτβ.)
scalzarsi (ρ.μ. (αντων.))
scalzatura (θηλ.ουσ)
scalzo (επίθ.)
scambiabile (επίθ.)
scambiare (ρ. μτβ.)
scambiarsi (ρ.μ. (αντων.))
scambiato (επίθ.)
scambiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
scambietto (ουσ αρσ )
scambievole (επίθ.)
scambievolezza (θηλ.ουσ)
scambievolmente (επίρ.)
scambio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---