Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscalzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [skalˈtsare] 1 σκαλίζω στις ρίζες φυτών 2 υπονομεύω 3 διώχνω από αξίωμα 4 υποσκάπτω 5 ξεκαλτσώνω κάποιον 6 σκαλίζω scalzarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [skalˈtsarsi] 1 ξεκαλτσώνομαι 2 μένω ξυπόλητος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |