Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scalzatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skaltsaˈtura]

1 καθάρισμα του εδάφους για σπορά
2 σκάλισμα
3 υπόσκαψη
4 διάβρωση
5 εξασθένηση
6 διάβρωση
7 υπονόμευση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scalzarsi scalzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scaltro (επίθ.)
scalzacane (ουσ αρσ και θηλ.)
scalzamento (ουσ αρσ )
scalzare (ρ. μτβ.)
scalzarsi (ρ.μ. (αντων.))
scalzatura (θηλ.ουσ)
scalzo (επίθ.)
scambiabile (επίθ.)
scambiare (ρ. μτβ.)
scambiarsi (ρ.μ. (αντων.))
scambiato (επίθ.)
scambiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
scambietto (ουσ αρσ )
scambievole (επίθ.)
scambievolezza (θηλ.ουσ)
scambievolmente (επίρ.)
scambio (ουσ αρσ )
scambista (ουσ αρσ και θηλ.)
scamiciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scamiciato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---