Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscalzacàne
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,skaltsaˈkane] 1 κακοντυμένος άνθρωπος 2 ατζαμής 3 σκιτζής 4 ασουλούπωτος άνθρωπος 5 αλμπάνης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |