Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scaltrìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skalˈtrito]

1 πονηρός
2 έμπειρος
3 επιδέξιος
4 πανούργος
5 πολύπειρος
6 περπατημένος
7 πεπειραμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scaltrirsi scaltro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scalpore (ουσ αρσ )
scaltramente (επίρ.)
scaltrezza (θηλ.ουσ)
scaltrire (ρ. μτβ.)
scaltrirsi (ρ.μ. (αντων.))
scaltrito (επίθ.)
scaltro (επίθ.)
scalzacane (ουσ αρσ και θηλ.)
scalzamento (ουσ αρσ )
scalzare (ρ. μτβ.)
scalzarsi (ρ.μ. (αντων.))
scalzatura (θηλ.ουσ)
scalzo (επίθ.)
scambiabile (επίθ.)
scambiare (ρ. μτβ.)
scambiarsi (ρ.μ. (αντων.))
scambiato (επίθ.)
scambiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
scambietto (ουσ αρσ )
scambievole (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---