scaltrézza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [skalˈtrettsa]
1 κατεργαριά
2 πονηριά
3 ευφυΐα
4 γρήγορη αντίληψη
5 πανουργία
6 μηχάνευμα
7 ευστροφία
8 μπερμπαντιά
9 πονηράδα
10 δόλος
11 διαβολιά
12 αγχίνοια
13 ζαβολιά
14 οξυδέρκεια
15 οξύνοια
16 τσαχπινιά
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [skalˈtrettsa]
1 κατεργαριά
2 πονηριά
3 ευφυΐα
4 γρήγορη αντίληψη
5 πανουργία
6 μηχάνευμα
7 ευστροφία
8 μπερμπαντιά
9 πονηράδα
10 δόλος
11 διαβολιά
12 αγχίνοια
13 ζαβολιά
14 οξυδέρκεια
15 οξύνοια
16 τσαχπινιά
permalink
scaltrezza (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android