Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scaltrézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skalˈtrettsa]

1 κατεργαριά
2 πονηριά
3 ευφυΐα
4 γρήγορη αντίληψη
5 πανουργία
6 μηχάνευμα
7 ευστροφία
8 μπερμπαντιά
9 πονηράδα
10 δόλος
11 διαβολιά
12 αγχίνοια
13 ζαβολιά
14 οξυδέρκεια
15 οξύνοια
16 τσαχπινιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scaltramente scaltrire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scalpitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scalpitio (ουσ αρσ )
scalpo (ουσ αρσ )
scalpore (ουσ αρσ )
scaltramente (επίρ.)
scaltrezza (θηλ.ουσ)
scaltrire (ρ. μτβ.)
scaltrirsi (ρ.μ. (αντων.))
scaltrito (επίθ.)
scaltro (επίθ.)
scalzacane (ουσ αρσ και θηλ.)
scalzamento (ουσ αρσ )
scalzare (ρ. μτβ.)
scalzarsi (ρ.μ. (αντων.))
scalzatura (θηλ.ουσ)
scalzo (επίθ.)
scambiabile (επίθ.)
scambiare (ρ. μτβ.)
scambiarsi (ρ.μ. (αντων.))
scambiato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---