Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscalpóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skalˈpore] 1 αναταραχή 2 θόρυβος 3 ταραχή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |