Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscaltrìre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [skalˈtrire] 1 ξυπνώ (μεταφορικά) κάποιον 2 οξύνω το πνεύμα σε κάποιον scaltrirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [skalˈtrirsi] 1 γίνομαι πιο πονηρός 2 γίνομαι πιο επιδέξιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |