Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scàlpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskalpo]

δέρμα κρανίου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scalpitio scalpore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scalpicciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scalpiccio (ουσ αρσ )
scalpitamento (ουσ αρσ )
scalpitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scalpitio (ουσ αρσ )
scalpo (ουσ αρσ )
scalpore (ουσ αρσ )
scaltramente (επίρ.)
scaltrezza (θηλ.ουσ)
scaltrire (ρ. μτβ.)
scaltrirsi (ρ.μ. (αντων.))
scaltrito (επίθ.)
scaltro (επίθ.)
scalzacane (ουσ αρσ και θηλ.)
scalzamento (ουσ αρσ )
scalzare (ρ. μτβ.)
scalzarsi (ρ.μ. (αντων.))
scalzatura (θηλ.ουσ)
scalzo (επίθ.)
scambiabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---