ItalianoGreco


scambievolézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skambjevoˈlettsa]

1 αλληλεξάρτηση
2 εναλλαγή
3 ανταπόδοση
4 αλληλοπάθεια
5 αμοιβαιότητα
6 αλληλεπίδραση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---