Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scàmbio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskambjo]

1 (baratto) η ανταλλαγή
2 ferrovie η διακλάδωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scambievolmente scambista  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


οικονομία libero scambio [αρσ.] = economia η ελεύθερη συναλλαγή


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scambiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
scambietto (ουσ αρσ )
scambievole (επίθ.)
scambievolezza (θηλ.ουσ)
scambievolmente (επίρ.)
scambio (ουσ αρσ )
scambista (ουσ αρσ και θηλ.)
scamiciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scamiciato (ουσ αρσ )
scamiciato (επίθ.)
scamone (ουσ αρσ )
scamorza (θηλ.ουσ)
scamosceria (θηλ.ουσ)
scamosciare (ρ. μτβ.)
scamosciato (επίθ.)
scamosciatore (ουσ αρσ )
scamosciatura (θηλ.ουσ)
scamozzare (ρ. μτβ.)
scamozzatura (θηλ.ουσ)
scampaforca (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---