ItalianoGreco


scàmbio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskambjo]

1 (baratto) η ανταλλαγή
2 ferrovie η διακλάδωση


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


οικονομία libero scambio [αρσ.] = economia η ελεύθερη συναλλαγή



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---