Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscamozzatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skamottsaˈtura] 1 κλαδιά κομμένα από δέντρο 2 βαθύ κλάδεμα δέντρου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |