Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scampàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skamˈpato]

1 σωσμένος
2 γλυτωμένος
3 επιζών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scampare scampo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scampanellata (θηλ.ουσ)
scampanellio (ουσ αρσ )
scampanio (ουσ αρσ )
scampare (ρ.αμτβ.)
scampare (ρ. μτβ.)
scampato (επίθ.)
scampo (ουσ αρσ )
scampolo (ουσ αρσ )
scanalare (ρ.αμτβ.)
scanalare (ρ. μτβ.)
scanalato (επίθ.)
scanalatrice (θηλ.ουσ)
scanalatura (θηλ.ουσ)
scandagliamento (ουσ αρσ )
scandagliare (ρ. μτβ.)
scandagliatore (ουσ αρσ )
scandaglio (ουσ αρσ )
scandalismo (ουσ αρσ )
scandalista (ουσ αρσ και θηλ.)
scandalistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---