Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscandàglio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skanˈdaʎʎo] 1 βυθόμετρο 2 ηχοβολιστικό 3 βολιδοσκόπηση 4 ηχοβολίδα 5 βαθόμετρο 6 βολίδα βυθομέτρησης 7 όργανο μέτρησης βάθους 8 σκαντάγιο 9 βολίδα 10 κρούση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |