Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scandalizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skandalidˈdzare]

1 πειράζω
2 κολάζω
3 ερεθίζω
4 προκαλώ την περιέργεια
5 βάζω σε πονηρή σκέψη
6 σκανταλίζω
7 βάζω σε πειρασμό
8 σοκάρω
9 διεγείρω
10 προκαλώ σκάνδαλο
11 σκανδαλίζω

scandalizzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [skandalidˈdzarsi]

σκανδαλίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scandalistico scandalo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scandagliatore (ουσ αρσ )
scandaglio (ουσ αρσ )
scandalismo (ουσ αρσ )
scandalista (ουσ αρσ και θηλ.)
scandalistico (επίθ.)
scandalizzare (ρ. μτβ.)
scandalizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
scandalo (ουσ αρσ )
scandalosamente (επίρ.)
scandaloso (επίθ.)
scandinavo (ουσ αρσ )
scandinavo (επίθ.)
scandio (ουσ αρσ )
scandire (ρ. μτβ.)
scannafosso (ουσ αρσ )
scannamento (ουσ αρσ )
scannare (ρ. μτβ.)
scannatoio (ουσ αρσ )
scannatore (ουσ αρσ )
scannatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---