Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscandinàvo, scandìnavo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skandiˈnavo], [skanˈdinavo] Σκανδιναβός scandinàvo, scandìnavo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skandiˈnavo], [skanˈdinavo] σκανδιναβικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |