Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scandinàvo, scandìnavo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skandiˈnavo], [skanˈdinavo]

Σκανδιναβός

scandinàvo, scandìnavo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skandiˈnavo], [skanˈdinavo]

σκανδιναβικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scandaloso scandio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scandalizzare (ρ. μτβ.)
scandalizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
scandalo (ουσ αρσ )
scandalosamente (επίρ.)
scandaloso (επίθ.)
scandinavo (ουσ αρσ )
scandinavo (επίθ.)
scandio (ουσ αρσ )
scandire (ρ. μτβ.)
scannafosso (ουσ αρσ )
scannamento (ουσ αρσ )
scannare (ρ. μτβ.)
scannatoio (ουσ αρσ )
scannatore (ουσ αρσ )
scannatura (θηλ.ουσ)
scannellamento (ουσ αρσ )
scannellare (ρ. μτβ.)
scannellato (αρσ. επίθ και ουσ)
scannello (ουσ αρσ )
scanner (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---