Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscannafòsso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,skannaˈfɔsso] 1 τάφρος 2 όρυγμα 3 χαντάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |