Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scansafatìche  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,skansafaˈtike]

ο ακαμάτης, η ακαμάτρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scanno scansare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scannellato (αρσ. επίθ και ουσ)
scannello (ουσ αρσ )
scanner (ουσ αρσ )
scannerizzare (ρ. μτβ.)
scanno (ουσ αρσ )
scansafatiche (ουσ αρσ και θηλ.)
scansare (ρ. μτβ.)
scansarsi (ρ.μ. (αντων.))
scansia (θηλ.ουσ)
scansione (θηλ.ουσ)
scanso (ουσ αρσ )
scansorio (επίθ.)
scantinare (ρ.αμτβ.)
scantinato (ουσ αρσ )
scantinato (επίθ.)
scantonare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scanzonato (επίθ.)
scapaccionare (ρ. μτβ.)
scapataggine (θηλ.ουσ)
scapato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---