Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscantinàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skantiˈnato] το υπογειο scantinàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skantiˈnato] 1 υπόγειο 2 κατώγι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |