Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scapestràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skapesˈtrato]

1 αδιόρθωτος κατεργάρης
2 ξετσίπωτος άνθρωπος
3 θεότρελος
4 απόκοτος άνθρωπος
5 θεοπάλαβος
6 άσεμνος άνθρωπος

scapestràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skapesˈtrato]

1 άγριος
2 έκλυτος
3 έκδοτος
4 αθεόφοβος
5 ασελγής
6 ακόλαστος
7 διεφθαρμένος
8 απόκοτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scapestrataggine scapicollarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scapataggine (θηλ.ουσ)
scapato (επίθ.)
scapecchiare (ρ. μτβ.)
scapecchiatoio (ουσ αρσ )
scapestrataggine (θηλ.ουσ)
scapestrato (ουσ αρσ )
scapestrato (επίθ.)
scapicollarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scapigliare (ρ. μτβ.)
scapigliato (αρσ. επίθ και ουσ)
scapigliatura (θηλ.ουσ)
scapitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scapito (ουσ αρσ )
scapitozzare (ρ. μτβ.)
scapo (ουσ αρσ )
scapocchiare (ρ. μτβ.)
scapola (θηλ.ουσ)
scapolare (ουσ αρσ )
scapolare (επίθ.)
scapolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---