Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscàpito
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈskapito] 1 χαμός 2 ζημιά 3 καταστροφή 4 στραπάτσο 5 απώλεια 6 χάσιμο 7 βλάβη 8 χασούρα 9 απώλεια 10 βλάβη νόμιμων δικαιωμάτων 11 καταρράκωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |