Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscapolàre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skapoˈlare] ωμοφόριο scapolàre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skapoˈlare] ωμοπλατιαίος scapolàre ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [skapoˈlare] 1 διαφεύγω 2 ξεφεύγω από κίνδυνο 3 ξεγλιστρώ 4 γλιτώνω 5 σκαπουλάρω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |