Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scappaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skappaˈmento]

η διαφυγή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scapoloomerale scappare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


αυτοκίνητο tubo [θηλ.] di scappamento = auto ο σωλήνας διαρροής


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scapolare (επίθ.)
scapolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scapolo (ουσ αρσ )
scapolone (ουσ αρσ )
scapoloomerale (επίθ.)
scappamento (ουσ αρσ )
scappare (ρ.αμτβ.)
scappata (θηλ.ουσ)
scappatella (θηλ.ουσ)
scappatoia (θηλ.ουσ)
scappellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scappellata (θηλ.ουσ)
scappellatura (θηλ.ουσ)
scappellotto (ουσ αρσ )
scappottare (ρ.αμτβ.)
scappucciare (ρ. μτβ.)
scapricciare (ρ. μτβ.)
scapricciarsi (ρ.μ. (αντων.))
scapsulare (ρ. μτβ.)
scarabattola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---