Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scapricciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skapritˈʧare]

1 ικανοποιώ τις ιδιοτροπίες κάποιου
2 κάνω τα χατίρια σε κάποιον

scapricciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [skapritˈʧarsi]

ικανοποιώ τις ιδιοτροπίες μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scappucciare scapsulare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scappellata (θηλ.ουσ)
scappellatura (θηλ.ουσ)
scappellotto (ουσ αρσ )
scappottare (ρ.αμτβ.)
scappucciare (ρ. μτβ.)
scapricciare (ρ. μτβ.)
scapricciarsi (ρ.μ. (αντων.))
scapsulare (ρ. μτβ.)
scarabattola (θηλ.ουσ)
scarabattolo (ουσ αρσ )
scarabeide (ουσ αρσ )
scarabeo (ουσ αρσ )
scarabocchiare (ρ. μτβ.)
scarabocchio (ουσ αρσ )
scaracchiare (ρ.αμτβ.)
scaracchio (ουσ αρσ )
scarafaggio (ουσ αρσ )
scaramanzia (θηλ.ουσ)
scaramazza (θηλ.ουσ)
scaramuccia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---