ItalianoGreco


scapricciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skapritˈʧare]

1 ικανοποιώ τις ιδιοτροπίες κάποιου
2 κάνω τα χατίρια σε κάποιον

scapricciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [skapritˈʧarsi]

ικανοποιώ τις ιδιοτροπίες μου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---