Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscaràcchio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skaˈrakkjo] 1 φλέμα 2 φλέγμα 3 ρόχαλο 4 απόχρεμμα 5 πτύελο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |