Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscardàsso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skarˈdasso] 1 λανάρι 2 ξάνιον 3 λανάρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |