Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scàrica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskarika]

1 σπινθήρας μεταξύ ηλεκτροδίων
2 σφυροκόπημα
3 εκκένωση
4 σφοδρό βρισίδι
5 ομοβροντία
6 μπαράζ
7 εκφόρτιση
8 πυροβολισμός
9 καταιγισμός
10 ηλεκτρική εκκένωση
11 ατμοσφαιρικά παράσιτα
12 άδειασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scardinare scaricalasino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scardassare (ρ. μτβ.)
scardassatore (ουσ αρσ )
scardassatura (θηλ.ουσ)
scardasso (ουσ αρσ )
scardinare (ρ. μτβ.)
scarica (θηλ.ουσ)
scaricalasino (ουσ αρσ )
scaricamento (ουσ αρσ )
scaricare (ρ. μτβ.)
scaricarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
scaricatoio (ουσ αρσ )
scaricatore (ουσ αρσ )
scarico (ουσ αρσ )
scarico (επίθ.)
scarificare (ρ. μτβ.)
scarificatore (ουσ αρσ )
scarificazione (θηλ.ουσ)
scarlattina (θηλ.ουσ)
scarlattinoso (ουσ αρσ )
scarlattinoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---