ItalianoGreco


scàrica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskarika]

1 σπινθήρας μεταξύ ηλεκτροδίων
2 σφυροκόπημα
3 εκκένωση
4 σφοδρό βρισίδι
5 ομοβροντία
6 μπαράζ
7 εκφόρτιση
8 πυροβολισμός
9 καταιγισμός
10 ηλεκτρική εκκένωση
11 ατμοσφαιρικά παράσιτα
12 άδειασμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---