Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscaricatóio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skarikaˈtojo] 1 υπόνομος 2 σκουπιδότοπος 3 τόπος ξεφορτώματος 4 οχετός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |