Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scarmigliòne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skarmiʎˈʎone]

1 ξεμαλλιάρης
2 απεριποίητος άνθρωπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scarmigliarsi scarnare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scarlattinoso (ουσ αρσ )
scarlattinoso (επίθ.)
scarlatto (αρσ. επίθ και ουσ)
scarmigliare (ρ. μτβ.)
scarmigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
scarmiglione (ουσ αρσ )
scarnare (ρ. μτβ.)
scarnatrice (θηλ.ουσ)
scarnatura (θηλ.ουσ)
scarnificare (ρ. μτβ.)
scarnificazione (θηλ.ουσ)
scarnire (ρ. μτβ.)
scarnito (επίθ.)
scarno (επίθ.)
scaro (ουσ αρσ )
scarola (θηλ.ουσ)
scarpa (θηλ.ουσ)
scarpaio (ουσ αρσ )
scarpata (θηλ.ουσ)
scarpetta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---