Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscarmigliòne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skarmiʎˈʎone] 1 ξεμαλλιάρης 2 απεριποίητος άνθρωπος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |