Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscàro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈskaro] 1 ψάρι που στην Κρήτη το λένε παπαγαλάκι 2 σκάρος sparisoma cretense permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |