Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scarpièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skarˈpjɛra]

παπουτσοθήκη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scarpetta scarpinare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scarola (θηλ.ουσ)
scarpa (θηλ.ουσ)
scarpaio (ουσ αρσ )
scarpata (θηλ.ουσ)
scarpetta (θηλ.ουσ)
scarpiera (θηλ.ουσ)
scarpinare (ρ.αμτβ.)
scarpinata (θηλ.ουσ)
scarpino (ουσ αρσ )
scarpone (ουσ αρσ )
scarrocciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scarroccio (ουσ αρσ )
scarrozzare (ρ.αμτβ.)
scarrozzare (ρ. μτβ.)
scarrozzata (θηλ.ουσ)
scarrucolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scarrucolio (ουσ αρσ )
scarruffare (ρ. μτβ.)
scarruffarsi (ρ.μ. (αντων.))
scarsamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---