Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scarrozzàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [skarrotˈtsare]

πηγαίνω βόλτα με αμάξι

scarrozzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skarrotˈtsare]

παίρνω κάποιον βόλτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scarroccio scarrozzata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scarpinata (θηλ.ουσ)
scarpino (ουσ αρσ )
scarpone (ουσ αρσ )
scarrocciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scarroccio (ουσ αρσ )
scarrozzare (ρ.αμτβ.)
scarrozzare (ρ. μτβ.)
scarrozzata (θηλ.ουσ)
scarrucolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scarrucolio (ουσ αρσ )
scarruffare (ρ. μτβ.)
scarruffarsi (ρ.μ. (αντων.))
scarsamente (επίρ.)
scarseggiare (ρ.αμτβ.)
scarsella (θηλ.ουσ)
scarsezza (θηλ.ουσ)
scarsità (θηλ.ουσ)
scarso (επίθ.)
scartabellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scartafaccio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---