Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscarrozzàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [skarrotˈtsare] πηγαίνω βόλτα με αμάξι scarrozzàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [skarrotˈtsare] παίρνω κάποιον βόλτα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |