Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscarrozzàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skarrotˈtsata] 1 αμαξάδα 2 βόλτα με αμάξι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |