Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscarsézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skarˈsettsa] 1 ένδεια 2 σπανίς 3 πενιχρότητα 4 χρεία 5 γυμνότητα 6 απουσία 7 γλισχρότητα 8 στενότητα 9 σποραδικότητα 10 σπανιότητα 11 στέρηση 12 έλλειψη 13 ανεπάρκεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |