scarsità
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [skarsiˈta]
1 ένδεια
2 σπανίς
3 πενιχρότητα
4 χρεία
5 γυμνότητα
6 απουσία
7 γλισχρότητα
8 στενότητα
9 σποραδικότητα
10 σπανιότητα
11 στέρηση
12 έλλειψη
13 ανεπάρκεια
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [skarsiˈta]
1 ένδεια
2 σπανίς
3 πενιχρότητα
4 χρεία
5 γυμνότητα
6 απουσία
7 γλισχρότητα
8 στενότητα
9 σποραδικότητα
10 σπανιότητα
11 στέρηση
12 έλλειψη
13 ανεπάρκεια
permalink
scarsità (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android