Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscàrso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈskarso] λιγοστός (-ή, -ό), ελλιπής (-ής, -ές), ανεπαρκής (-ής, -ές) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |