Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scartocciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skartotˈʧare]

1 ξεφλουδίζω
2 ξετυλίγω
3 αποφλοιώνω
4 εκκοκκίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scarto scartocciatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scartellare (ρ.αμτβ.)
scartina (θηλ.ουσ)
scartinare (ρ. μτβ.)
scartino (ουσ αρσ )
scarto (ουσ αρσ )
scartocciare (ρ. μτβ.)
scartocciatura (θηλ.ουσ)
scartoccio (ουσ αρσ )
scartoffia (θηλ.ουσ)
scassa (θηλ.ουσ)
scassare (ρ. μτβ.)
scassato (επίθ.)
scassinamento (ουσ αρσ )
scassinare (ρ. μτβ.)
scassinatore (ουσ αρσ )
scasso (ουσ αρσ )
scatenamento (ουσ αρσ )
scatenare (ρ. μτβ.)
scatenarsi (ρ.μ. (αντων.))
scatenato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---