Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscàsso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈskasso] 1 σπάσιμο 2 εκχέρσωση 3 διάρρηξη 4 κλοπή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfurto [αρσ.] con scasso = η διάρρηξη Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |