Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scatolàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skatoˈlato]

κονσερβαρισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scatolata scatoletta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scatola (θηλ.ουσ)
scatolaio (ουσ αρσ )
scatolame (ουσ αρσ )
scatolare (επίθ.)
scatolata (θηλ.ουσ)
scatolato (επίθ.)
scatoletta (θηλ.ουσ)
scatolificio (ουσ αρσ )
scatologia (θηλ.ουσ)
scatologico (επίθ.)
scattante (επίθ.)
scattare (ρ.αμτβ.)
scattare (ρ. μτβ.)
scattista (ουσ αρσ και θηλ.)
scatto (ουσ αρσ )
scaturigine (θηλ.ουσ)
scaturire (ρ.αμτβ.)
scavafossi (ουσ αρσ )
scavalcamento (ουσ αρσ )
scavalcare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---