Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscàtola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈskatola] 1 το κουτί 2 (di cartone) το χαρτοκιβώτιο 3 (di latta) το τενεκεδένιο κουτί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |