Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scàtola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskatola]

1 το κουτί
2 (di cartone) το χαρτοκιβώτιο
3 (di latta) το τενεκεδένιο κουτί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scatenato scatolaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scasso (ουσ αρσ )
scatenamento (ουσ αρσ )
scatenare (ρ. μτβ.)
scatenarsi (ρ.μ. (αντων.))
scatenato (επίθ.)
scatola (θηλ.ουσ)
scatolaio (ουσ αρσ )
scatolame (ουσ αρσ )
scatolare (επίθ.)
scatolata (θηλ.ουσ)
scatolato (επίθ.)
scatoletta (θηλ.ουσ)
scatolificio (ουσ αρσ )
scatologia (θηλ.ουσ)
scatologico (επίθ.)
scattante (επίθ.)
scattare (ρ.αμτβ.)
scattare (ρ. μτβ.)
scattista (ουσ αρσ και θηλ.)
scatto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---