Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scatenàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skateˈnare]

1 προβοκάρω
2 παροτρύνω
3 προκαλώ
4 εξάπτω
5 συνεγείρω
6 διεγείρω
7 υποκινώ
8 συνεγείρω
9 ερεθίζω
10 υποδαυλίζω

scatenarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [skateˈnarsi]

1 μανιάζω
2 εξοργίζομαι
3 εξεγείρομαι
4 λυσσώ
5 αποχαλινώνομαι
6 ξεσπώ
7 μαίνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scatenamento scatenato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scassinamento (ουσ αρσ )
scassinare (ρ. μτβ.)
scassinatore (ουσ αρσ )
scasso (ουσ αρσ )
scatenamento (ουσ αρσ )
scatenare (ρ. μτβ.)
scatenarsi (ρ.μ. (αντων.))
scatenato (επίθ.)
scatola (θηλ.ουσ)
scatolaio (ουσ αρσ )
scatolame (ουσ αρσ )
scatolare (επίθ.)
scatolata (θηλ.ουσ)
scatolato (επίθ.)
scatoletta (θηλ.ουσ)
scatolificio (ουσ αρσ )
scatologia (θηλ.ουσ)
scatologico (επίθ.)
scattante (επίθ.)
scattare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---