Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscatolàme
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skatoˈlame] 1 κονσερβαρισμένα προὶόντα 2 κονσέρβες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |