ItalianoGreco


scàtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskatto]

1 η έξαψη
2 (molla) το ελατήριο
3 (rumore) το κλικ
4 telefonia η μονάδα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


di scatto = απότομα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---