Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scavatrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skavaˈtriʧe]

1 βυθοκόρος
2 σύστημα εκσκαφής
3 φαγάνα (εκσκαφέας)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scavatore scavatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scavalcare (ρ. μτβ.)
scavallare (ρ.αμτβ.)
scavare (ρ. μτβ.)
scavato (επίθ.)
scavatore (αρσ. επίθ και ουσ)
scavatrice (θηλ.ουσ)
scavatura (θηλ.ουσ)
scavezzacollo (ουσ αρσ και θηλ.)
scavezzare (ρ. μτβ.)
scavezzatrice (θηλ.ουσ)
scavezzatura (θηλ.ουσ)
scavino (ουσ αρσ )
scavo (ουσ αρσ )
scazzottare (ρ. μτβ.)
scazzottarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scazzottata (θηλ.ουσ)
scazzottatura (θηλ.ουσ)
scegliere (ρ. μτβ.)
sceglitore (ουσ αρσ )
sceicco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---